ἀγλαόκολπος

ἀγλαόκολπος
ἀγλᾰόκολπος, -ον
1 with lovely bosom ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (v. l. ἀγλαόκαρπον, -καρνον, -κρανον. sc. Θέτιν.) N. 3.56 ]ἀγλαοκ[όλπου] Δωρίδος (supp. Lobel.) Θρ. 4. 4.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγλαόκολπος — ἀγλαόκολπος, ον (Α) (για γυναίκες) αυτή που φοράει φόρεμα με κομψές πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κόλπος] …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαόκολπον — ἀγλαόκολπος masc/fem acc sg ἀγλαόκολπος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”